11.10.11

Midnight in Paris


Μπαίνοντας στην αίθουσα του σινεμά χτες το βράδυ, αρχικά αντιμετώπισα την έκπληξη ενός εντελώς άδειου χώρου-ήταν και τελευταία η προβολή, περασμένη η ώρα, έριχνε και κάτι καρέκλες έξω. Τελικά την ταινία την είδαμε μια παρέα όλη κι όλη-εγώ κι ένα φιλαράκι, δυο γκόμενες και δυο ζευγάρια, βαριά βαριά. Αγχώθηκα-κομεντί ήρθαμε να δούμε;

Στα πρώτα δέκα λεπτά έψαχνα πόρτα για να φύγω: ο Owen Wilson ήταν (και είναι) ο χειρότερος ηθοποιός που έχει αναπνεύσει επί γης (μπροστά του οι τύποι στις "Οικογενειακές Ιστορίες" είναι ταλαντούχοι) και προσπαθούσε όσο πιο άτσαλα γινόταν να μιμηθεί τον Woody Allen πάνω σε μια ψιλορομαντιζέ πλοκή που αυτός ήταν επίδοξος συγγραφέας και το τσόλι η γκόμενα του (την οποία επρόκειτο να παντρευτεί) δεν άντεχε τη βροχή και δεν καταλάβαινε τίποτα από τον ακραιφνή ρομαντισμό που απέπνεε η πόλη του φωτός, μόνο προτιμούσε τον φαφλατά και ξερόλα Γάλλο φίλο της και έψαχνε πανάκριβες ξαπλώστρες για το σπίτι τους στο Malibu. Όλα αυτά σε ένα, πραγματικά, όμορφο σκηνικό Παρισιού, με πανέμορφα πλάνα της πόλης και όλα τα συναφή. Και δυο-τρεις χιουμοριστικές ατάκες, από τις οποίες δε θυμάμαι ούτε μία σήμερα. Ε και λοιπόν; Ποιος ο λόγος να μη βλέπαμε μια φωτογραφική συλλογή σχετικά με το Παρίσι αντ'αυτού; Τι είμαστε, τίποτα τελευταίες γκομενίτσες, να ζαχαρώνουμε τις γέφυρες του Σηκουάνα περιμένοντας τον μπάμια που θα μας πάει κάποτε και θα μας κρατά το χέρι;

"Στα τρένα τώρα!", που θα έλεγε και η μορφή Mikeius.

Μέχρι που κάποια στιγμή, ακολουθώντας ένα, ας πούμε, ψιλοέξυπνο εύρημα με τον χαρακτήρα να ταξιδεύει στο Παρίσι των 20's και να γνωρίζει τα καλλιτεχνικά του είδωλα - Hemingway, Fitzgerald, T.S. Elliott, Matisse, Dali, Bunuel κλπ, ο φίλτατος Woody σου πετυχαίνει το χτύπημα της κόμπρας! Αφού σε έχει αποκοιμήσει κανένα εικοσαλεπτάκι με μια "oh so boring" ρομαντική κομεντί, ξαφνικά στην αντεπίθεση σου πετάει έναν απίστευτο τύπο που υποδύεται τον Hemingway (Corey Stoll - δεν τον ξέρω, δώστε του ΤΩΡΑ ρόλους) ως τον απόλυτο γραφιά: μέθυσος, τσαμπουκάς και bravado, βαθιά και σοβαρά ρομαντικός και αθεράπευτα γυναικάς. Συνεχίζει με αντίστοιχα καταπληκτικές φάτσες που αναπαριστούν τους υπόλοιπους συντελεστές της "χρυσής εποχής" του ήρωα, μαζί με μία, αναμενόμενα αποστομωτική, Marion Cotillard στο ρόλο της άσημης femme fatale της εποχής την οποία ο πρωταγωνιστής ερωτεύεται, όπως και όλοι οι υπόλοιποι. Και εκεί που ακόμα ψάχνεις το πώς ξύπνησε αυτό το ταινιάκι από τον λήθαργο, σε έχει ήδη φέρει σε μια a-la Inception στροφή όπου το ζεύγος Wilson-Cotillard έχουν μεταβεί στη δική της αντίστοιχη εξιδανικευμένη golden era, την Belle Epoque του 1890, και γνωρίζουν τους Lautrec, Gaugin, Degas, οι οποίοι με τη σειρά τους περιγράφουν ως φαύλους τους καιρούς που ζουν και νοσταλγούν την Αναγέννηση.

Η ταινία λοιπόν με έκανε κιμά-σταράτα πράγματα. Την υποτίμησα, τη χλεύασα, και εν τέλει μίλησε για όλα εκείνα τα σημαντικά και ασήμαντα που με (μας) απασχολούν. Τα κολλήματα με το παρελθόν-"μα σε τι κωλοκαιρούς ζούμε, ας μπορούσα να είμαι ένας hippie στο Καλοκαίρι της Αγάπης του '67 ή ένας κολλητός του Kerouac στα 50's!" Τις γυναικείες εμμονές-κι όποιος είδε την ταινία και δεν έκανε ακόλαστες σκέψεις στην πρώτη σκηνή της Cotillard είναι ψεύτης. Μέχρι και για το ίδιο το γράψιμο-με τον τυπάκο να ακούει κριτικές για τα γραπτά του και συμβουλές από τον ίδιο τον Hemingway, ο οποίος τον ενημερώνει ότι "έτσι κι αλλιώς μισώ ήδη το βιβλίο σου. Αν είναι κακό, μισώ το κακό γράψιμο. Κι αν είναι καλό, το ζηλεύω γιατί οι συγγραφείς είναι έτσι κι αλλιώς ανταγωνιστικοί." Ο πρωταγωνιστής, ταλαντευόμενος πότε στο 2010 και πότε στη δεκαετία του '20, αντιπαραβάλλει την ψόφια αρραβωνιαστικιά του με τη νουάρ και μυστηριώδη Γαλλίδα, και τελικά (πείθεται πως) την ερωτεύεται. Το ίδιο κι εκείνη, ακροβατώντας όμως μεταξύ 20's και Βelle Εpoque, σαγηνέυεται αρχικά από τον διαφορετικό συγγραφέα, και όχι από τον Picasso που την έχει ερωτευτεί, κι όμως τελικά επιλέγει να ζήσει στη δική της ιδανική ζωή, αυτή στα τέλη του 19ου αιώνα. Σου θυμίζουν κάτι όλα αυτά;

Ακόμα κι αν δε σε ενδιαφέρει η τέχνη του να γράφεις (όπως έμενα), ή αν δε σου λέει κάτι το Παρίσι (δύσκολο αλλά ενδέχεται), αποκλείεται αυτή η ταινία να μη σε φέρει αντιμέτωπο με τα δικά σου κολλήματα. Η ατμόσφαιρα και τα σκηνικά της είναι απλά ένα πέπλο πίσω από το οποίο κρύβεται ένα πολύ "δικό μας" φιλμάκι, από τα πιο ειλικρινή και ντόμπρα που έχω δει, μέσα από το οποίο τελικά ο ίδιος ο Woody Allen πραγματοποιεί ψυχοθεραπεία-δεν είναι τυχαίο ότι έχει κοουτσάρει τον Owen Wilson να κάνει ακόμα και το χαρακτηριστικό τραύλισμα/stammering στις ατάκες που έκανε ο ίδιος ως ηθοποιός. Ιδανικές και μυστήριες γυναίκες με σκούρες backseamed κάλτσες και θανατερά βλέμματα, ημιπεριθωριακοί συγγραφείς που πίνουν τα πάντα και θέλουν να παίξουν μπουνιές με τον οποιοδήποτε και στον αντίποδα, ένας σύγχρονος, φτηνιάρικος κόσμος από τον οποίο όλοι αναζητούν μια διέξοδο-τη δικιά τους διέξοδο. Κι όμως, εν τέλει, η διέξοδος έρχεται μέσα από το παρόν, όταν το σενάριο αναδιπλώνει την αναδρομή του, περνά μέσα από τη -ναι, αναμενόμενη- ρήξη με το σήμερα και καταλήγει εκεί που ήξερες ότι θα φτάσει, έχοντας όμως περάσει μια επίπονα προσωπική διαδρομή μέσα από όλα αυτά που απαρτίζουν τον καθένα από εμάς: είδωλα, ήρωες, ιδανικά και νοσταλγίες. Όλα αυτά τα οποία δεν μπορούμε να έχουμε πια...γίνονται παράδεισος.

Σαφέστατα πρέπει να τη δεις-αλλά κάν'το με πολύ ανοιχτά μυαλά, μη φας πολύ ώρα να θαυμάζεις το Παρίσι (στην τελική σήκω και πήγαινε και εκεί θα πάρεις κάμψεις) και κοίταξε λίγο καλύτερα πού βρίσκεσαι μέσα στην ταινία, μια και οπωσδήποτε είσαι κάπου εκεί. Χωρίς Παρίσια, χωρίς καρδούλες και ρομαντικές βροχές, χωρίς ιντελλεκτουάλ Γάλλους/Γαλλίδες και μπαγκέτες από λευκό ψωμί να ξεπηδούν από την καφέ χάρτινη σακούλα σου. Είσαι μέσα στην ταινία, σκοτεινός, ντροπιαστικά ειλικρινής, ξεγυμνωμένος και λυτρωμένος στο τέλος-ως όφειλες μέσω κάθε τέχνης που σέβεται τον εαυτό της.

Τώρα όμως θα σε αφήσω γιατί κορνάρει η Ford του Jack από κάτω και μας περιμένει η Τριστέσσα στο Μεξικό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου