3.10.11

Φτηνά Τσιγάρα

Ελπίζω να καταλαβαίνουμε όλοι ότι δεν πάμε να κάνουμε αποστειρωμένες κριτικούλες εδώ χάμω, να βάζουμε βαθμούς ξέρω γω λες και είμαστε ο τάδε ή ο δείνα χαρτογιακάς και να λέμε "ναι, δείτε τη", "όχι μην τη βλέπετε", "δείτε τη άλλα χορέψτε τζουπαράου γύρω από το καζανάκι" και τέτοια χαζά. Η ζωή μέσα από το σινεμά-αυτό μας νοιάζει εδώ πέρα. Η ζωή σου, μου, μας, σας και σίγουρα όχι των άλλων. Δε μιλάμε για ταινίες εδώ πέρα-λες και δεν υπάρχουν ίσαμε 30.981 μπλογκς διάφορων καικαλάδων ειδημόνων που το κάνουν αυτό. Όχι, εδώ μιλάμε για τη δική μας ταινία. Που αναγκαστικά, ειλικρινέστατα και άφοβα δανείζεται και κλέβει από όπου εντυπωσιάζεται. Και αντί να το καμουφλάρει ως έμπνευση, είναι περήφανη για τις εμμονές της. Σαν τον Ν.Ν. πες ας πούμε-θα τα πούμε άλλη ώρα αυτά όμως.

"Ο κινηματογράφος χρησιμοποιεί τη γλώσσα των ονείρων", τάδε έφη η Αυτού Μεγαλειότης Federico Fellini. Και δεν ξέρω πόσο καλύτερα μπορεί να περιγράψει κανείς αυτό που έκανε ο Ρένος Χαραλαμπίδης στα "Φτηνά Τσιγάρα" πριν περίπου μία δεκαετία. Μια ταινία που δεν έχει παρά ένα ασαφές plot ενός ρομάντζου στους έρημους δρόμους της Αθήνας, μια ταινία που δεν μπορεί να οριοθετηθεί σε αρχή και τέλος. Ακριβώς όπως ένα όνειρο, παράγει μόνο αίσθηση. Εμβόλιμα της βασικής ιστορίας μπλέκονται ρόλοι και διασταυρώνονται οι ιστορίες και οι διηγήσεις των μη συμμετεχόντων, των "απ΄'έξω", των περιθωριακών όσο αφορά το κυρίως storyline. Ακριβώς όπως και στη ζωή, η οποία ξέρει και ο Χαραλαμπίδης την εμπιστεύεται, οι "ξένοι" δημιουργούν το σκηνικό μέσα και πάνω στο οποίο εσύ, ή ο μυστηριώδης ψιλομποέμ άντρας με τα μαύρα, επιβιώνει μάλλον και ίσως από σύμπτωση, ερευνώντας τον χαμένο χρόνο, το σκηνικό μέσα στο οποίο εκτυλίσσεται το βασικό μας σενάριο, ασαφές και σχεδόν άγνωστο εκ των προτέρων.

Η ζωή μέσα από το σινεμά, δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος να αποκωδικοποιήσεις αυτή την ταινία. Ένας επαναλαμβανόμενος στροβιλισμός, ένα χαρούμενο τίποτα. Αν ο μοναδικός τρόπος να διαβείς το σκηνικό του χάους πάνω στο οποίο βασίζεται ο κόσμος είναι να μετατρέπεις σε ρομαντισμό το εσωτερικό από ένα παλιό κίτρινο τρόλεϊ, τότε οι πραγματικά ρομαντικοί άνθρωποι θα είναι αυτοί που αρνήθηκαν και εσαεί αρνούνται να καθίσουν στην άδεια θέση δίπλα στη λέξη "ρομάντζο", αυτοί που θα ονειρευτούν και στη συνέχεια θα φτύσουν μαύρη χολή πάνω στο ονείρεμα τους για να το κρατήσουν αληθινό. Λες και ήξεραν μέσα στα άντερα τους ότι ούτως ή άλλως τα πράγματα θα κυλήσουν όπως θέλουν αυτά, η άδεια Αθήνα (η φωτογραφία της ταινίας παρεμπιπτόντως σε αφήνει άφωνο) που παρουσιάζεται μπροστά τους είναι απλά η αίσθηση της οικειότητας του εφιάλτη μέσα στον οποίο γυρίζουν-κι εκείνοι μαζί με τους ξένους, οι τρελοί μαζί με τους λογικούς, οι "εμείς" μαζί με τους "άλλους".

Ο ήρωας της ταινίας μόλις έχει πατήσει τα τριάντα και η κόλαση μέσα στην οποία ζει δείχνει πανομοιότυπη με τον δικό μας παράδεισο. Η γυναίκα της ζωής του ξεμένει από μονάδες σε ένα καρτοτηλέφωνο, οι φίλοι του είναι παλαβοί μαφιόζοι-τυχοδιώκτες με ξανθές ανταύγειες και ανεκπλήρωτους έρωτες της δευτέρας λυκείου που πια έχουν παχύνει ανεπανόρθωτα. Αλλά εσύ ακόμα φωνάζεις το όνομα τους στο μπαλκόνι όχι για να γυρίσουν πίσω, αλλά ακριβώς επειδή δε θα γυρίσουν πια ποτέ. Όχι για τη Βασούλα, αλλά για εσένα που έγινες η Βασούλα. Αυτά είναι τα "Φτηνά Τσιγάρα", ένας μη παραμορφωτικός καθρέφτης για ανθρώπους με περήφανες εμμονές. Η πιο ρεαλιστική σουρεάλα που γυρίστηκε ποτέ, γιατί ξέρεις κάτι; Η ίδια η ζωή δεν είναι καθόλου μα καθόλου ρεαλιστική τελικά.

Οι κριτικοί εν γένει την εκπόρνευσαν καλούτσικα την ταινία, γούσταραν τη μουσική του Καλαντζόπουλου (δικαίως), τη φωτογραφία που ήδη ανέφερα και την ψιλο-φλου σκηνοθεσία. Πολύς κόσμος την έμαθε λόγω των διάφορων μαλακιών που έκανε έκτοτε ο Χαραλαμπίδης ως ηθοποιός (υποθέτω για βιοπορισμό) και της Παπαχαραλάμπους στον βασικό γυναικείο ρόλο της Σοφίας-που μεταξύ μας, δεν της πάει και ιδιαίτερα (αλλά δεν την σκηνοθετώ εγώ την ταινία). Και μια και έχω ξοδέψει άπειρες ώρες συζητώντας και σκεπτόμενος ποια θα προτιμούσα στη θέση της (όλες οι ιδέες δεκτές) τελικά δε θα προτιμούσα καμία γιατί η "Σοφία" είναι ουσιαστικά μια Βέρα και δεν είναι κανενός άλλου εκτός από τον σκηνοθέτη-θα τα πούμε άλλη ώρα αυτά όμως. Πέσανε πάνω και διάφοροι που τους φάνηκε κλισέ και στυλιζαρισμένη η όλη φτιάξη, ίσως θα προτιμούσαν ζόμπι στην Ακαδημίας ή τίποτα νουάρ παρανόμους να φτύνουν ταμπάκο σε πεζοδρόμια, πράγματι, χάσανε στην αυτή περίπτωση. Αναρωτιέμαι πώς μπορεί να μοιάζει κλισέ μια ερωτική ιστορία-ώπα, τι εννοείς; Όλες οι ιστορίες δεν είναι ερωτικές; Σαφέστατα, θα με αφήσεις να ολοκληρώσω όμως; Πώς λοιπόν μπορεί να μοιάζει κλισέ μια ερωτική ιστορία που δεν έχει καν φιλί, και αν σκέφτηκες και θυμάσαι την τελευταία σκηνή, εμένα δε μου μοιάζει καθόλου με φιλί αλλά με δάκρυα, πολλά δάκρυα, χολή πάνω στο ονείρεμα, πολλή χολή.

Κι έτσι καταλήγεις σε μια ταινία σχεδόν κυκλική, που το τέλος της μπορεί να είναι η αρχή της, χωρίς χρόνους αλλά με έναν ξεκάθαρο τόπο-η Αθήνα μέσα σου- χωρίς συγκεκριμένους τρόπους αλλά με ξεκάθαρους φόβους-τα φτερουγίσματα των πουλιών που πάντα νόμιζα, από μικρό παιδάκι ότι δε βλέπουν που πάνε και θα μου σκάσουνε στα μούτρα. Χωρίς αφορμή, αναίτια, ονειρικά, μήπως καταφέρουμε και δε γίνουμε άντρες τώρα που μεγαλώσαμε μα κάτι που θα έχουμε εφεύρει εμείς οι ίδιοι, μήπως μπορέσουμε και ηρεμήσουμε, για μια στιγμή μέσα στο χάος, κυνηγητές της γοητείας των ονείρων που πάνε και πάνε μα δεν στέκουν...

Λευκό γιασεμί, και εμετός, είδες πώς όλα δένουν μεταξύ τους και όλα μαζί γίνονται χάος και μάλιστα οργανωμένο;

Κι όσο για την πέτρα, ξέρω γιατί θα τη φέρω. Για να στη χαρίσω.
Πες του ότι τώρα θα μας περιμένει αυτός.

Άσε με να σε εντυπωσιάσω.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου