16.7.12

Persona


Σιωπή ή λέξεις; Ηθοποιός ή ακροατής; Ανοίγω ή κλείνω; Μέσα ή έξω;

Αν σκόπευες να διαβάσεις ΚΡΙΤΙΚΗ για μια ταινία του Ingmar Bergman από μένα, αφ' ενός λυπάμαι έχασες, αφετέρου σε λυπάμαι που νομίζεις ότι μπορεί να πραγματοποιηθεί κάτι τέτοιο - όλα αυτά επειδή έχω καιρό να γράψω σε αυτό το blog και δεν είστε υποχρεωμένοι να θυμάστε περί τίνος πρόκειται.

Εντάξει, η ενδοσκόπηση είναι κάτι που ταλανίζει αιωνίως εκείνους που δεν έχουν ακόμα διαλέξει αν χαίρονται ή αν λυπούνται που δεν είναι ηλίθιοι. Κι ίσως πιο πολλά βράδια από όσα μπορούν να θυμηθούν, τα έχουν περάσει ατενίζοντας το ταβάνι προσπαθώντας, και πάλι, να αποφασίσουν αν πρέπει να το σπάσουν ad astra ή να πέσει το γαμημένο να τους πλακώσει και να τελειώνουμε μια ώρα αρχύτερα. Αλλά. Αλλά όλα αυτά απέχουν πολύ από μια ταινία που αποτυπώνει το ζήτημα με έναν τρόπο που σου επιβάλλεται - πέρα από κάθε γνώμη ή κάθε (άντε πάλι) κριτική. Θέλω να πω, εντάξει, το στυλ με το οποίο κινηματογραφεί ο τεράστιος Σουηδός προσεγγίζει την αισθητική μου όσο λίγα πράγματα σε αυτόν τον κόσμο - η τελειότητα των εικόνων που δημιουργεί όμως, δέχομαι, είναι ζήτημα γούστου, μέχρι τουλάχιστον το σημείο παραδοχής του έμφυτου ταλέντου στο να στήνεις ένα πλάνο, μια σεκάνς ή και μια σκέτη φωτογραφία. Αλλά - ξανά. Αλλά ακόμα κι αυτό, το αισθητικά πανέμορφο, είναι μόνο το μέσο. Ο διαβολικός, παμπόνηρα στημένος δούρειος ίππος που χρησιμοποιείται για να φτάσει το φαρμάκι μέσα σου. Η τέχνη του να ξεγυμνώνεις την ασχήμια μέσα από το αφοπλιστικό κάλλος.

Η ταινία πάντως, ξεκινά κάπως αντίστροφα. Η διάσημη πρώτη σεκάνς με τις αλλεπάλληλες εικόνες, πολλές από αυτές άγριες και αποκρουστικές, με ταχύτητα που φέρνει στα όρια την αντιληπτική σου ικανότητα - η σεκάνς αυτή αρχικά τοποθετεί ωμά την αποτυχία της ανθρωπότητας, το θάνατο, τη θλίψη, το φόβο. Πολλά από τα πλάνα δεν προλαβαίνεις καν να τα δεις - μόνο τα νιώθεις. Κι όταν ενοχληθείς πραγματικά, τα πρόσωπα των Liv Ullmann/Bibi Andersson ως οχήματα του ταξιδιού προς τα μέσα σου φαντάζουν σχεδόν σαν σανίδα σωτηρίας. Πάει αυτό - το πέτυχε. Το "κλακ" που άκουσες είναι λυκοπαγίδα κι όχι κινηματογραφική κάμερα - τώρα είναι πολύ αργά.

Μια ηθοποιός που, άξαφνα, βουβαίνεται επί σκηνής και εισάγεται στο ψυχιατρείο - δεν υπάρχει όμως κανένα ιατρικό πόρισμα που να επιβεβαιώνει ανικανότητα ομιλίας. Απλά διαλέγει να μη μιλάει πια. Και μια νεαρή νοσοκόμα που αναλαμβάνει να τη φροντίζει - αρχικά στο νοσκομείο, κι ύστερα, κατόπιν εντολής γιατρών, οι δυο τους απομονώνονται σε ένα σπίτι κοντά στη θάλασσα. Η νοσοκόμα μιλά ακατάπαυστα, σε μια προσπάθεια να βοηθήσει, να φροντίσει, να κάνει τη μεγάλη ντίβα να "λυθεί" και να νιώσει άνετα. Πριν το καταλάβει, φτάνει να εξομολογείται, να σκάβει βαθιά μέσα στην ψυχή της, και μέσα στη λογοδιάρροια της, να ξεγυμνώνεται παντελώς. Γιατί θαυμάζει τον συνομιλητή της, τη νοιάζεται, την αγαπά. Και πριν καλά καλά το καταλάβει, τη μισεί που συνεχίζει να μην της απαντά - μειώνεται και νιώθει ασήμαντη μπροστά στη μεγάλη ηθοποιό, την καταξιωμένη καλλιτέχνιδα, μια πληβεία, λαϊκή κοπέλα. Μια ακροάτρια. Που πλέον ερμηνεύει - έχοντας για κοινό (και όχι συνομιλήτη) της, μια επαγγελματία "ποιούσα-τα-ήθη". Ερμηνεύει τον εαυτό της - το ρόλο της ζωής της. Έχοντας για ακροατήριο τον κανένα. Ποιος είναι ο υποκριτής; Ποια είμαι εγώ και ποια είναι η άλλη γυναίκα μέσα στο σπίτι; Πόσοι άνθρωποι μένουμε εδώ πέρα τέλος πάντων - και είμαι η ηθοποιός, ο ρόλος ή η νεαρή γυναίκα; Τώρα κάτι αρχίζουμε να λέμε, έτσι;

Νομίζω ότι δεν έχω ξαναδεί στη ζωή μου -ίσως εκτός από το "8 1/2", αλλά θα τα πούμε άλλη στιγμή αυτά- τόσο "γυμνή" ταινία. Εγώ, εσύ και ο καθρέφτης - κι όλες οι παραισθήσεις που μας αποτελούν και τον θολώνουν. Τίποτα άλλο. Η Liv Ullmann, σε μια ερμηνεία που σου κόβει την ανάσα ξεστομίζοντας μόνο ΜΙΑ πρόταση σε περίπου ογδόντα λεπτά - πρόταση η οποία απλά ακούγεται με τη φωνή της, το πλάνο δεν τη δείχνει να μιλά. Και η Bibi Andersson, πανικόβλητη στην ανάγκη της να βγει επιτέλους στην επιφάνεια, σαν να πνίγεται κάπου βαθιά και κολυμπά προς το φως, θέλει να τα πει ΟΛΑ επιτέλους, όλα εκείνα που "δεν κάνουν", "δεν πρέπει", "δεν είναι σωστά", να ξεθολώσει τον καθρέφτη και να τον κοιτάξει αληθινά - όχι πραγματικά. 

Στο τέλος της ταινίας, μια εικόνα δείχνει το φιλμ της κάμερας να τελειώνει και να ξετυλίγεται από το καρούλι. Κινηματογραφώντας το σινεμά - την απόλυτη τέχνη της ενδοσκόπησης, το μοναδικό μέσο για να οδηγήσεις με την όπισθεν από εκεί που έρχεσαι - το μόνο πραγματικό έσοπτρον; Ίσως. Περίπου όπως και στην αρχική σεκάνς, μόνο η αίσθηση είναι παντοδύναμη και η γνώση του τι περιέχει η κάθε εικόνα (σου), το κάθε πλάνο (σου) είναι μόνο μια στιγμιαία, δυσδιάκριτη φωτογραφία, καταδικασμένη να καεί στο κόκκινο δωμάτιο πριν ποτέ αποτυπωθεί. 

"Στο βάθος, κανένας δεν μπορεί να ξεφύγει από τον εαυτό του." (Ν. Νικολαΐδης)